Το σύνολο των δημοσκοπήσεων δεν του άφηνε περιθώρια για ελπίδες παραμονής στον πρωθυπουργικό θώκο στην Αυστραλία, δίνοντας σαφές προβάδισμα στην αντιπολίτευση.
Η μεγάλη δημοσκόπηση, όμως, αυτή της κάλπης, τον ξανάφερε στης εξουσίας το άτι. Η αυστραλιανή βιομηχανία έρευνας της αγοράς άρχισε ήδη έρευνα για να διαπιστώσει τα αίτια που οδήγησαν στις εσφαλμένες προβλέψεις.
Είναι ξεπερασμένη η μεθοδολογία ή μήπως απαρχαιωμένες οι πρακτικές λήψης δειγμάτων, γι’ αυτό και το εκλογικό αποτέλεσμα εμπίπτει στο πεδίο των πολιτικών θαυμάτων;
Πολιτικοί αναλυτές αναφέρουν στην «Guardian» ότι το πρόβλημα εστιάζεται στο λεγόμενο σφάλμα δειγματοληψίας. Η αβεβαιότητα σε μία δημοσκόπηση, εξηγούν, οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι η έρευνα απευθύνεται σε ένα υποσύνολο.
Πάντα, υποσύνολο ερευνάται, τον κόσμο μην υποτιμάτε. Πότε η λογική των δημοσκοπήσεων λειτουργεί καλά; Σε σταθερά εκλογικά σώματα, με χαμηλούς όγκους απροσδιόριστης ψήφου.
Θα μου πείτε ότι δεν είναι όλες οι δημοσκοπήσεις ίδιες. Διαφέρουν ανάλογα με το δειγματοληπτικό σχέδιο, το ερωτηματολόγιο και τις κλίμακες, την ποιοτική συλλογή δεδομένων, τη στατιστική ανάλυση και τα εργαλεία και βέβαια το ανθρώπινο (επιστημονικό) δυναμικό. Μόνο που στο παράδειγμα της Αυστραλίας, αλλά και το 2016 με το Brexit και τη Χίλαρι, όλες -μία μόνο έδινε νικητή τον Τραμπ: η καθημερινή δημοσκόπηση USC Dornsife-Los Angeles Times- έπεσαν έξω.
Αφήνοντας τα τεχνικά, για τους πολλούς βαρετά, υπάρχει μια συνθήκη που δυσκολεύει τις εταιρείες να προβλέψουν νίκη. Τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων πρέπει να ανιχνεύουν όχι μόνο ψυχολογία και να προσεγγίσουν τάση, αλλά και εκλογική συμμετοχή σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ευέλικτο και μεταβαλλόμενο σε σχέση με το παρελθόν.
Το θέμα είναι σοβαρό και υπερβαίνει τις δημοσκοπήσεις. Αφορά τον μεγάλο συγγενή, που ασθενεί, την πολιτική. Αυτή η ρευστότητα δεν αφορά μόνο τις προβλέψεις, είναι πλέον δομικό στοιχείο της πολιτικής ζωής. Κι αυτό μπορεί να κρύβει εκπλήξεις. Θετικές ή αρνητικές.
Το κινούμενο τοπίο έχει άλλους νόμους. Οι δημοσκόποι μάλλον δεν έχουν (ακόμη) τα μεθοδολογικά εργαλεία για να το αξιολογήσουν και να το διαχειριστούν.
Το κινούμενο τοπίο έχει φάσεις, όπου δεν χωρούν αλαζονικές εξάρσεις του τύπου «ο Χ έχει τόσο λίγες πιθανότητες να χάσει, όσο και ένας παίκτης του NFL να χάσει μια μπαλιά στα 33 μέτρα».
Κι αν τη χάσει, ξανασυζητάμε από την αρχή τις φάσεις και αλλάζουμε τις διατάξεις.
Η μεγάλη δημοσκόπηση, όμως, αυτή της κάλπης, τον ξανάφερε στης εξουσίας το άτι. Η αυστραλιανή βιομηχανία έρευνας της αγοράς άρχισε ήδη έρευνα για να διαπιστώσει τα αίτια που οδήγησαν στις εσφαλμένες προβλέψεις.
Είναι ξεπερασμένη η μεθοδολογία ή μήπως απαρχαιωμένες οι πρακτικές λήψης δειγμάτων, γι’ αυτό και το εκλογικό αποτέλεσμα εμπίπτει στο πεδίο των πολιτικών θαυμάτων;
Πολιτικοί αναλυτές αναφέρουν στην «Guardian» ότι το πρόβλημα εστιάζεται στο λεγόμενο σφάλμα δειγματοληψίας. Η αβεβαιότητα σε μία δημοσκόπηση, εξηγούν, οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι η έρευνα απευθύνεται σε ένα υποσύνολο.
Πάντα, υποσύνολο ερευνάται, τον κόσμο μην υποτιμάτε. Πότε η λογική των δημοσκοπήσεων λειτουργεί καλά; Σε σταθερά εκλογικά σώματα, με χαμηλούς όγκους απροσδιόριστης ψήφου.
Θα μου πείτε ότι δεν είναι όλες οι δημοσκοπήσεις ίδιες. Διαφέρουν ανάλογα με το δειγματοληπτικό σχέδιο, το ερωτηματολόγιο και τις κλίμακες, την ποιοτική συλλογή δεδομένων, τη στατιστική ανάλυση και τα εργαλεία και βέβαια το ανθρώπινο (επιστημονικό) δυναμικό. Μόνο που στο παράδειγμα της Αυστραλίας, αλλά και το 2016 με το Brexit και τη Χίλαρι, όλες -μία μόνο έδινε νικητή τον Τραμπ: η καθημερινή δημοσκόπηση USC Dornsife-Los Angeles Times- έπεσαν έξω.
Αφήνοντας τα τεχνικά, για τους πολλούς βαρετά, υπάρχει μια συνθήκη που δυσκολεύει τις εταιρείες να προβλέψουν νίκη. Τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων πρέπει να ανιχνεύουν όχι μόνο ψυχολογία και να προσεγγίσουν τάση, αλλά και εκλογική συμμετοχή σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ευέλικτο και μεταβαλλόμενο σε σχέση με το παρελθόν.
Το θέμα είναι σοβαρό και υπερβαίνει τις δημοσκοπήσεις. Αφορά τον μεγάλο συγγενή, που ασθενεί, την πολιτική. Αυτή η ρευστότητα δεν αφορά μόνο τις προβλέψεις, είναι πλέον δομικό στοιχείο της πολιτικής ζωής. Κι αυτό μπορεί να κρύβει εκπλήξεις. Θετικές ή αρνητικές.
Το κινούμενο τοπίο έχει άλλους νόμους. Οι δημοσκόποι μάλλον δεν έχουν (ακόμη) τα μεθοδολογικά εργαλεία για να το αξιολογήσουν και να το διαχειριστούν.
Το κινούμενο τοπίο έχει φάσεις, όπου δεν χωρούν αλαζονικές εξάρσεις του τύπου «ο Χ έχει τόσο λίγες πιθανότητες να χάσει, όσο και ένας παίκτης του NFL να χάσει μια μπαλιά στα 33 μέτρα».
Κι αν τη χάσει, ξανασυζητάμε από την αρχή τις φάσεις και αλλάζουμε τις διατάξεις.